Αρχαία

Η Καμενίτσα είναι κτισμένη στην επιμήκη από Νότο προς Βορρά ράχη χαμηλού υψώματος, που είχε και την ονομασία «Αλώνια», επειδή εκεί ήσαν τα αλώνια του Πάνω Χωριού, της Απάνω Καμενίτσας πριν μεταφερθεί στην σημερινή της θέση από το τέλος του 19ου αιώνα. Το νέο χωριό κτίσθηκε στην αριστερή όχθη του Μυλάοντος, που πηγάζει στο Μεθύδριον και βορειότερα της Καμενίτσας ενώνεται με τα νερά του Τράγου, που πηγάζει κοντά στο χωριό Παναγίτσα (πρώην Γκιούση) και αναβλύζει τα υπόγεια νερά από τις πεδιάδες της Στυμφαλίας και των Καφυών (Χωτούσας). Και στις δύο παραπάνω περιοχές έχουν εντοπισθεί αρχαία υδραυλικά έργα από το 2500 π.Χ. και εξής, γνωστά σαν «Η τάφρος του Ηρακλέους» και «Το χώμα των Καφυατών» αντίστοιχα.

(βλέπε Παυσανίας 8, 13, 2,W. Leake, Travels in the Morea, London 1830, τόμ.2 σ.273-79, τόμ3 σ.94-134, J. Knauss κ.α., Der Damm bei Kaphyai und Orchomenos in Arkadien, Archaeologischer Anzeiger 1986).

Τα νερά των ποταμών αυτών ενώνονται στην διαδρομή τους με εκείνα του Αροάνιου, του Λάδωνα και του Ερύμανθου, κοντά στα Τριπόταμα, την αρχαία αρκαδική πολίχνη Ψωφίδα, και στην συνέχεια διογκώνουν το ρεύμα του Αλφειού, που διατρέχει την Δυτική Πελοπόννησο καθιστώντας την πολύυδρη και εύφορη. Αλλά τα ποτάμια αυτά ήσαν και δρόμοι επικοινωνίας και πολιτισμού από τους Νεολιθικούς ήδη χρόνους (6000 π.Χ. - 3000 π.Χ.) και μέσω αυτών διεξήγετο το εμπόριο με την Δυτική Ευρώπη από τις χώρες της Αδριατικής.

(βλέπε τεράστια βιβλιογραφία στο J. Rutter, Review, American Journal of Archaeology 97 (1993) σ.792 σημ. 198).

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του σημαντικότατου οικισμού των Νεολιθικών χρόνων και της Εποχής του Χαλκού (5000 - 1200π.Χ.) που αποκαλύφθηκε στον λόφο Σ(φ)ακοβούνι της Καμενίτσας, όπου προϊόντα του Αιγαίου (οψιανός Μήλου) αναμιγνύονται με εισηγμένη κεραμεική Αδριατικού τύπου.

Το Σακοβούνι με τα σπουδαία αρχαιολογικά του κατάλοιπα και ευρήματα έχει κάνει διάσημο το όνομά της Καμενίτσας στην Διεθνή ακαδημαική έρευνα.

(βλέπε J. Rutter, Review of Aegean Prehistory II: American Journal of Archaeology, 97 (1993) σ. 759 σημ. 52, Bulletin de la Correspondence Hellenique (BCH), Chronique des fouilles, 1987 σ. 532 και 1990 σ.740, Eva Alram-Stern, Die Agaeische Fruezeit, Wien, 2004, passim, Θεόδωρος Σπυρόπουλος, Αρχαιολογικό Δελτίο 37 Β, 1982, σ. 116, Θεόδωρος και Γεώργιος Σπυρόπουλος, Αρχαία Αρκαδία, Τρίπολη 2000).

Η γεωγραφική θέση της Καμενίτσας στην Αρχαιότητα υπαγόρευε την σημασία της στην οικιστική εικόνα και τον πολιτισμό του αρκαδικού χώρου. Οι κλειστές λεκάνες και τα οροπέδια της Αρκαδίας μετετρέποντο σε λίμνες ή έλη κατά τους χειμερινούς μήνες, δηλαδή το οροπέδιο της Τριπολιτσάς, η λεκάνη του Ορχομενού-Καφυών, η κοιλάδα της Καμενίτσας - Δάρα.

Οι λίμνες και τα τενάγη αυτά αποστραγγίζονταν με φυσικό τρόπο με τα ποτάμια και τις υπόγειες καταβόθρες (βλέπε την καταβόθρα Πλέσσα κοντά στην Βλαχέρνα) ή παρέμεναν μερικώς, λίμνες, όπως η Τάκα, οπότε οι Αρχαίοι κατεσκεύαζαν αναχώματα για να περιορίζουν την έκταση της λίμνης (τα λεγόμενα Polder). Η φυσική κλίση έφερνε τα υπόγεια και τα υπέργεια νερά στην περιοχή της Καμενίτσας-Δάρα και την μετέτρεπε σε μεγάλη λίμνη, μέσα στην οποία πρόβαλαν οι κορυφές των λόφων (Μπουγριάνου, Αγιασωτήρα, Κάστρο κ.α.)σαν νησάκια, γι αυτό η περιοχή ονομάσθηκε «Δήμος των Νάσων», (δηλ. των Νήσων).

Η εικόνα αυτή φυσικά δεν άλλαξε μόνη της. Μέγα ζήτημα στην Επιστήμη και την Ιστορία του Πολιτισμού είναι η χρονολογία αποστράγγισης των λιμνών του Ελλαδικού χώρου. Ο αρχαιολόγος Θεόδωρος Σπυρόπουλος την τοποθετεί περί το 2500 π.Χ., οι υπόλοιποι γύρω στο 1300 π.Χ. Το σπουδαίο εκείνο Ελληνικό φύλο που απεστράγγισε όλες τις λίμνες, και τα επικίνδυνα έλη είναι οι Μινύες που είχαν Μητρόπολη τους την Λακεδαίμονα - Πελλάνα στην μεγάλη λίμνη του Ταϋγέτου

(βλ. το site: Pellana στο Internet).

Πριν αποστραγγισθεί η λίμνη της Καμενίτσας-Δάρα, με άνοιγμα της λεκάνης προς τον Πάο, οι άνθρωποι ζούσαν στο σπήλαιο της Παναγίας στην Δυτική πλαγιά του βουνού Αη - Λιάς στην Καμενίτσα (φωτό 2-3).

Το σπήλαιο της Καμενίτσας ερευνήθηκε και χαρτογραφήθηκε από το ζεύγος Πετροχείλου, ιδρυτών της Σπηλαιολογικής Εταιρείας Ελλάδος και εν συνεχεία από τον Έφορο Αρχαιοτήτων Θεόδωρο Σπυρόπουλο την δεκαετία του 1980. Δυστυχώς υπέστη φθορά του σταλακτιτικού του διάκοσμου από ασυνείδητους συλλογείς σταλακτιτών, παρότι είχε ασφαλισθεί με σιδηρό κιγκλίδωμα, ενώ μικρότερη φθορά υπέστη από έκρηξη δυναμίτη κατά την διέλευση του υδρευτικού αγωγού των υδατικών έργων Μεθυδρίου. Παρόλα αυτά σώζει λαμπρό διάκοσμο σταλακτιτών και σταλαγμιτών σε ωραίους σχηματισμούς και χρωματικές αποδόσεις, ενώ μια τεράστια κολώνα σταλακτίτου και σταλαγμίτου το χωρίζει από το εσωτερικό του βουνού, χωρίς να εξακριβωθεί αν συνεχίζεται παραπέρα, πράγμα πιθανότατο που θα το καθιστούσε μοναδικό φυσικό στολίδι της Αρκαδίας και ίσως όχι μόνο.

Αλλά θα άφηνε να ανακαλυφθεί ίσως και ένα μεγάλο μουσείο ανθρωπολογικού υλικού και Νεολιθικού πολιτισμού, διότι το σπήλαιο της Παναγίας είχε κατοικηθεί στα ύστερα, τουλάχιστον Νεολιθικά χρόνια (4000 π.Χ.), όπως έδειξαν οι ανασκαφές που έγιναν σε αυτό. Βρέθηκαν κρανία από τάφους ανθρώπων, ίχνη φωτιάς από μαγειρεία, λίθινα εργαλεία και οστά ζώων από κυνήγι ή και εξημέρωση (ελάφια-χοίροι). Την ίδια περίοδο όμως ιδρύεται στην βόρεια πλαγιά και την κορυφή του Σακοβουνιού ένας σπουδαίος οικισμός, ο σπουδαιότερος ίσως σε όλη την Πελοπόννησο, αν εκτιμήσουμε την χρονολογία του, την αρχιτεκτονική του, την χωροταξία και τα πολύ σημαντικά ευρήματα του. Καταρχήν το Σακοβούνι γεφυρώνει κανονικά δύο εποχές της Ελληνικής Προϊστορίας την τελευταία Νεολιθική με την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, περί το 3000 π.Χ. , και διαψεύδει όσους υποστηρίζουν εισβολή ή είσοδο ξένου πολιτισμού στην Ελλάδα την εποχή αυτή. Δεύτερον το Σακοβούνι συνεχίζει να κατοικείται κανονικά σε όλη την πρώιμη εποχή του Χαλκού, την λεγόμενη Πρωτοελλαδική Ι, ΙΙ και ΙΙΙ περίοδο (2800-1950 π.Χ.) και διαψεύδει όσους υποστηρίζουν εισβολή στην Ελλάδα των Ινδοευρωπαίων περί το 2000 π.Χ. (ΠΕ ΙΙΙ περίοδος).

Τρίτον, το Σακοβούνι συνεχίζει να κατοικείται και στην αρχή της επόμενης περιόδου, την λεγόμενη Μεσοελλαδική Ι και ΙΙ περίοδο (1950-1750 π.Χ.), οπότε και υφίσταται και εκείνο τις συνέπειες της μεγάλης γεωλογικής καταστροφής, που έπληξε την Λακεδαίμονα και προκάλεσε την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας που κατέστρεψε όχι τον Μινωικό Πολιτισμό της Κρήτης όπως υποστήριζε ο καθηγητής Μαρινάτος, αλλά τον μεγάλο Μινυακό Πολιτισμό της Ελλάδος και της Μεσογείου, όπως υποστηρίζει ο αρχαιολόγος καθηγητής Θεόδωρος Γ. Σπυρόπουλος. Η φυσική καταστροφή του 1750 π.Χ. περίπου, που συμπίπτει με τον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνος και την καταπόντιση της Ατλαντίδας, πιστοποιείται καλώς και στο Σακοβούνι. Ο οικισμός καταστρέφεται από σεισμούς και σωριάζεται σε ερείπια. Η οικοδομική και οικονομική ζωή του οικισμού καταρρέουν, η κοινωνική του Ιεραρχία ανατρέπεται, οι ενεργοί πολίτες σκοτώνονται ή αποδημούν. Η περιοχή όμως είναι εύφορη, η θέση επίκαιρη, η παράδοση ζωντανή.

Έτσι οι νέοι κάτοικοι και χρήστες του χώρου, είτε επρόκειτο για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις του προακμάσαντος οικισμού, είτε επρόκειτο για Εθνικώς διάφορους, Ελληνικής πάντως καταγωγής και ιθαγένειας, εγκαθίστανται αρχικά στα ερείπια του οικισμού σαν τρωγλοδύτες και θάβουν τους νεκρούς τους μέσα στον οικισμό σε πιθάρια ή σε λάκκους (φωτό 5). Αυτό είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε μεγάλη έκταση από τα Πευκάκια του Βόλου μέχρι τη Νότια Πελοπόννησο και εμείς το ερμηνεύουμε σαν τρωγλοδυτική κατάληψη που κράτησε περίπου 150 χρόνια (1750-1600 π.Χ.). Περί το 1600 π.Χ. το άλλο Ελληνικό φύλο οι Αχαιοί - Μυκηναΐοι, αρχίζει να δημιουργεί τον δικό του πολιτισμό.

Τότε ο νέος οικισμός στο Σακοβούνι αλλάζει ελαφρώς και θέση και χωροταξία και συνεχίζει σαν μυκηναϊκός οικισμός μέχρι το τέλος του Μυκηναϊκού ιστορικού κύκλου (1700-1200 π.Χ.), οπότε και ανατρέπεται από τους Ηρακλείδες και τους Δωριείς που επέστρεψαν από τη Δύση ως «Λαοί της Θαλάσσης» και επανεστάτησαν κατά των κατακτητών της επικράτειας των, των Αχαιών- Μυκηναίων, αντίστοιχα. Ο πρωτοϊστορικός οικισμός στο Σακοβούνι (4000-1750 π.Χ.) είναι πρότυπο οικιστικού σχεδιασμού (βλέπε Σχέδιο σελ.15). Κτίσθηκε στην βόρεια πλαγιά του λόφου ώστε και μακριά να είναι από τα έλη και τα κουνούπια της λίμνης και των ελών και συγχρόνως να είναι ανοιχτός στον δροσερό βορηά που ερχόταν από το Χελμό (Ζήρεια) και έδιωχνε τη ζέστη και τα έντομα. Αυτή η επιλογή έδωκε στην πολίχνη το επίθετο «ηνεμόεσσα», δηλαδή ανεμοδαρμένη και μας διέσωσε το όνομά της στην Ιλιάδα ως Ενίσπη.

Η «ηνεμόεσσα Ενίσπη» λοιπόν αποκαλύφθηκε στο Σακοβούνι με τις ανασκαφές του καθηγητή Θεόδωρου Γ. Σπυρόπουλου και αυτό ήταν το πρώτο όνομα του πρώτου οικισμού της περιοχής της κοιλάδας της Καμενίτσας. Ο οικισμός έχει στο κέντρο κτίρια κατοικίας, ευρύχωρα, ορθογώνια με καμπύλους τοίχους προς Β., ισόγεια με υπόγειους αποθηκευτικούς χώρους (ταμιεία), στους οποίους έβαζαν τα πιθάρια με τις διάφορες προμήθειες, καρπούς δημητριακών, κρασί, παστωμένο κρέας από κατσίκια, αρνιά, ελάφια, χοίρους, χελώνες, κ.α(φωτό 6). Έκτιζαν επίσης ευρύχωρους αποθηκευτικούς χώρους (αποθέτες) σαν πιθάρια και συντηρούσαν μέσα τις τροφές για τον χειμώνα. Στο ανεσκαμμένο δυτικό άκρο βρέθηκε μεγάλος λατρευτικός χώρος γεμάτος στάχτες και κάρβουνα. Ασφαλώς εδώ υπήρχε ένας μεγάλος Βωμός, ένα διπλό δωμάτιο, στο οποίο έκαιγαν τα ζωόθυτα στις Θεότητες που λάτρευαν (φωτό 7). Οι τοίχοι του αρχαιότερου οικισμού στο Σακοβούνι έχουν γερή, συμπαγή δόμηση χωρίς συνδετικό και σώζονται σε απίστευτο ύψος, μέχρι 1,60 μέτρα. Μέσα στα δωμάτια βρέθηκαν και λείψανα παλαιότερων τοίχων των Νεολιθικών χρόνων και πολλά κινητά ευρήματα των ύστερων Νεολιθικών και των πρώτων αιώνων της Χαλκοκρατίας. Σήμερα εκτίθενται στις προθήκες των Προϊστορικών Συλλογών του Παναρκαδικού Μουσείου Τριπόλεως που ίδρυσε ο καθηγητής Θεόδωρος Γ. Σπυρόπουλος.

Είναι μεγάλα πιθάρια ύψους μέχρι 1 μ., άλλα μικρότερα που φυλοξενούσαν τροφές και κρέατα πτηνών σε λίπος, ευρύστομες φιάλες (σαν τις ξύλινες μουρχούτες των παππούδων μας), και μερικά ιδιόρρυθμα κύπελλα με μαύρη βαφή σαν συμπιεσμένα κουδούνια προβάτων (τροκάνια) που έφεραν δίδυμες σωληνωτές λαβές για να περνάει το σχοινί ή το κορδόνι και να κρέμονται στα δέντρα με το γάλα για να κρυώσει ή να ξινίσει. Τα περισσότερα αγγεία είναι χειροποίητα, άλλα είναι γυρισμένα σε αργό τροχό. Υπάρχουν πίθοι σφαιρικοί πεπιεσμένοι των Πρωτοελλαδικών χρόνων, και τοπικές παραλλαγές κεραμεικής των Πρώιμων Μεσοελλαδικών χρόνων (αμαυρόχρωμη μινυεία) (φωτό 8, 9, 10). Στο Ανατολικό άκρο του οικισμού ευρέθη ο βιοτεχνικός τομέας μικροί εργαστηριακοί χώροι, ακανόνιστου σχήματος, γεμάτοι με λίθινα εργαλεία, πελέκεις, σφύρες, πεσσοί για σφενδόνες, αμόνια, οστέινα σκαρπέλα, μεγάλα κέρατα ελαφιών με τρύπες για να στερεώνονται τα λίθινα εργαλεία, αμέτρητες λεπίδες από οψιανό (και πυρήνες) και πυριτόλιθο για να κόβουν δέρματα, να ξυρίζονται κ.ο.κ. (φωτό 11)

Μεταλλικά αντικείμενα δεν βρέθηκαν ίσως γιατί τα χρησιμοποίησαν οι μεταγενέστεροι οικιστές γιατί το μέταλλο ήταν ιδιαίτερα δυσεύρετο στη γωνιά αυτή της Αρκαδικής γης. Βρέθηκαν όμως ενδιαφέροντα πράγματα από τη λατρεία και τη θρησκευτική τελετουργία. Στον βωμό των ολοκαυτωμάτων ένα πήλινο φίδι σε σπείρα και ένας ιερός κόμβος, σε διάφορα δωμάτια δε είχαν ιδρυθεί μικρά οικιακά ιερά, σαν προσκυνητάρια, δηλαδή μαρτυρείται εδώ και δημόσια λατρεία (βωμός) με θυσίες ζώων και οικιακή λατρεία. Στα οικιακά ιερά-προσκυνητάρια βρέθηκαν πήλινα ειδώλια ζώων - αφιερωμάτων, χοίρος, χελώνα, σκαντζόχοιρος, πτηνά, μικρά σπονδικά αγγεία-κύπελλα χωρίς λαβές και ανθρωπόμορφα ειδώλια θεοτήτων ή λατρευτών, πάντοτε δύο, ένα αντρικό και ένα γυναικείο. Είναι πολύ σημαντικά και στην σχηματοποίησή τους περίπου μοναδικά στην Ελλάδα γιατί είναι όρθια και καθιστά, λιπόσαρκα ενίοτε ακέφαλα με απλή δήλωση του φύλου των θηλέων, ξένα προς τα ιθυφαλλικά ειδώλια της Νεολιθικής περιόδου. Ίσως μιμούνται και αυτά την λιπόσαρκη αρκαδική φυσιογνωμία (φωτό 12, 13).

Το Σακοβούνι είναι ένα ολοκληρωμένο προϊστορικό σύνολο και απεδείχθη σημαντικότερο και πλουσιότερο από οποιοδήποτε όμοιό του και στην Αρκαδία και στην Πελοπόννησο. Μαρτυρεί καλά το πνεύμα των Ελλήνων, στήν οργάνωση του οικιστικού χώρου και την λειτουργική καθαρότητα σχημάτων, πυκνότητα κτιρίων, ανάδειξη Δημόσιων χώρων λατρείας, πλούσια νοικοκυριά, αναζήτηση καθαρού και υγιεινού περιβάλλοντος. Νερό επρομηθεύοντο από την πλούσια πηγή Δυτικότερα (περ. 500 μ.) ενώ οι πλαγιές του λόφου ήταν ασφαλώς καλλιεργημένες με διάφορα λαχανικά και δημητριακά.

Από πολλές απόψεις το Σακοβούνι αποτελεί άριστο δείγμα αρχαιολογικού χώρου και τουριστικού προϊόντος που αξίζει να αναδειχτεί με δρόμο, φωτισμό, επισκεψιμότητα, ξενάγηση, σημάνσεις και τουριστικό οδηγό και να γίνει τόπος επισκέψεως όλων των ξένων που επισκέπτονται το Δήμο μας και την Αρκαδία.

Τον Μυκηναϊκό οικισμό αποτελούν ευρύχωρα κτίρια με ενδιαφέροντα ευρήματα όπως κύπελλα Kefti των Υστεροελλαδικών Ι χρόνων (1600 π.Χ.), κύλικες και σκύφοι των ΥΕΙΙΙΑ-Β2 χρόνων, που επίσης εκτίθενται στο Μουσείο Τριπόλεως.

Ένα νεκροταφείο κιβωτιόσχημων ατομικών τάφων των ίδιων χρόνων εντοπίσαμε στην περιοχή «Ίσιωμα» όπου υπάρχει και σημαντικό κτίσμα εκκλησίας των μεταβυζαντινών ή των τελευταίων Βυζαντινών χρόνων (μεσαιωνική Αβύσσαινα).

Στην περιοχή «Καμάρια» κάτω και προς Ανατολικά από το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου εντοπίσαμε λείψανα οικισμού της πρώιμης Χαλκοκρατίας επίσης (2700-2000 π.Χ.) και ανάλογα λείψανα και κυρίως επιφανειακά ευρήματα των ίδιων χρόνων βρήκαμε στην Νότια πλαγιά του λόφου που φιλοξενεί το γνωστό «Κάστρο» της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου και της Φραγκοκρατίας (1204-1600 π.Χ.), και έδωσε το όνομά του στον λόφο. Τίποτα όμως δεν συγκρίνεται με τον σπουδαίο οικισμό στο Σακοβούνι.

Σύμφωνα με τον λεγόμενο Ομηρικό Κατάλογο των πλοίων στο Β’ της Ιλιάδος οπλίτες από 9 Αρκαδικές πόλεις εξεστράτευσαν στην Τροία με επικεφαλής τον Τεγεάτη Αγαπήνορα, δηλαδή από την Τεγέα, την Μαντινεία, τον Ορχομενό, την Παρρασία, την Στύμφαλο, την Φενεό και από τις 3 πολίχνες του Δήμου των Νήσων, την Ρίπην, την Στρατίην και την ηνεμόεσσαν Ενίσπην. Κανείς στην αρχαιότητα δεν ήξερε την θέση τους και την χρονολογία τους. Τελικά φαίνεται ότι και οι τρείς βρίσκονται στην κοιλάδα Καμενίτσας-Δάρα-Πρασίνου, η Ενίσπη στο Σακοβούνι, η Στρατίη πιθανότατα στο Κάστρο ή κάπου κοντά στην Παναγίτσα και η Ρίπη «στου Ρίπα» στην περιοχή του Πρασίνου. Η περιοχή αυτή ήταν η καρδιά των Αρκάδων, των Αζάνων.

Η περιοχή ερημώνεται στους αιώνες που ακολουθούν εξαιτίας των πολιτικών και εθνικών αλλαγών στον Ελληνικό χώρο μετά την καταστροφή του Μυκηναϊκου Κράτους (1200-1100 π.Χ.). Στον λόφο Μπουγριάνου απεκαλύφθη ένας κιβωτιόσχημος τάφος με κτέρισμα μία οινοχόη των Γεωμετρικών χρόνων, του 8ου αιώνα π.Χ. Θα περάσουν αρκετοί αιώνες για να ξαναζωντανέψει η περιοχή, όπως και άλλες περιοχές της Ελλάδος, με βάση όσα γνωρίζουμε τουλάχιστον από ανασκαφές και άλλες έρευνες. Μέρος ενός σημαντικού οικισμού των Ελληνιστικών χρόνων (2ος αιώνας π.Χ.) απεκαλύψαμε Δυτικά του λόφου Αγιασωτήρα στην κοιλάδα της Καμενίτσας. Κτίρια, κεραμεική και νομίσματα καθώς και λείψανο τείχους μέσα στο ποτάμι, Α του λόφου, πιστοποιούν την ύπαρξη κώμης στον λόφο, την οποία εταυτίσαμε με την πολίχνη Τορθύνειον, που αναφέρεται και στους καταλόγους των Θεοραδόκων των Δελφών (βλέπε Θ.Γ.Σπυρόπουλος, Τορθύνειον, Φίλιον Δώρημα εις Τάσον Γριτσόπουλον, Αθήνα, Πελοποννησιακά, 1987-8).

Πιθανόν η κώμη αυτή να συνέχισε στην Ρωμαιοκρατία (146 π.Χ.-5ος αιώνας μ.Χ.) οπότε φαίνεται να μεταφέρεται στην περιοχή Καμάρια, όπως μαρτυρούν επιφανειακά ευρήματα και λείψανο ρωμαϊκού υδραγωγείου με καμάρες. Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας κτίζεται το Κάστρο στον ομώνυμο λόφο κοντά στην Παναγίτσα σε επίκαιρη στρατηγική θέση που ήλεγχε τον δρόμο προς τα Καλάβρυτα και την Πάτρα. Το έτος 1205 ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος με έδρα την Ανδραβίδα διήρεσε την Πελοπόννησο σε 12 βαρωνίες. Η Γορτυνία χωρίστηκε σε 2 βαρωνίες εκείνη της Ακόβας και της Καρύταινας. Η Καμενίτσα υπήχθη στην πρώτη και τότε κτίστηκε το Κάστρο στην βόρεια πλευρά της κοιλάδας της. Η Φραγκοκρατία στην Πελοπόννησο διήρκησε μέχρι το 1320. Έκτοτε η Πελοπόννησος και η Πατρίδα μας περιήρχοντο είτε στην Ηγεμονία των Δεσποτών του Μυστρά (1259-1455), είτε στους Τούρκους (1455 -1685) είτε στους Ενετούς (1685-1715) είτε πάλι στους Τούρκους μέχρι την Απελευθέρωση (1828). Το Κάστρο διατηρείται αρκετά καλά και θα ήταν ένας σημαντικός τουριστικός προορισμός αν καθαριστεί πάλι και γίνει προσβάσιμος ή φωτισθεί τη νύχτα, γεγονός που θα προσδώσει φαντασμαγορική όψη στην κοιλάδα, η οποία είναι κατάφυτη από πλατάνια και ιτιές και αναδίδει κάλλος και δροσιά όλο τον χρόνο ιδιαίτερα όταν διαρρέεται από τα νερά του Μυλάοντος.

Θαυμάσιος τουριστικός προορισμός είναι επίσης η διαδρομή δίπλα στο ποτάμι από τον παλιό νερόμυλο μέχρι την σπηλαιώδη σκήτη (Ασκητάριο) στην Ανάληψη με εσωτερικές τοιχογραφίες και εν συνεχεία, στα Ταμπούρια των Αγωνιστών της Εθνικής Παλιγγενεσίας κατά των Τούρκων. Επίσης τόποι αναψυχής και μάθησης είναι οι εκκλησίες των Ταξιαρχών και του Αγίου Δημητρίου στο Πάνω χωριό και οι δύο βρύσες του χωριού στην Τρανή Βρύση και στο Αγορίτσι.

Το χωριό έχει ένα ωραίο κτίριο για πολιτιστικά δρώμενα στο λιθόκτιστο πρώην Δημοτικό Σχολείο σε οικόπεδο που εδωρήθη στην μνήμη του Ντίνου Ηλ. Αυγερινού και μερικά γραφικά εξωκκλήσια, ενώ ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου είναι λιθόκτιστη τρίκλιτη βασιλική με νεώτερο τρούλο και καμπαναριό σε ωραία θέση που εποπτεύει το καταπράσινο και κατάφυτο ρεύμα του Μυλάοντος.

Λίγα χωριά διαθέτουν συγκεντρωμένο τέτοιο μνημειακό και ιστορικό πλούτο σε μία ήρεμη και γαλήνια φύση σε κατάφυτους μαλακούς λόφους, σε ελεόφυτες πλαγιές με εξαιρετικό μικροκλίμα, περιποιημένα σπίτια, καθαρά καφενεία και φιλόξενους κατοίκους. Αυτά είναι προσόντα αξιοσημείωτα, μερικά είναι και μοναδικά για πολύ ευρύτερη γεωγραφική έκταση και χρειάζονται την μέριμνα και της Πολιτείας και του Δήμου για να προσφερθούν στην τουριστική κοινωνία και την τουριστική και πολιτισμική αγορά με αντάλλαγμα την παραπέρα ανάδειξή τους για το αμοιβαίο καλό κατοίκων και επισκεπτών.

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες από το Δήμο μας

Αρχείο